Προσκάλεσα τον Κρισναμούρτι για ένα πικνίκ στην εξοχική περιοχή όπου μέναμε στη διάρκεια των διακοπών μας στο Όχαϊ. (Ο Jiddu Krishnamurti γεννήθηκε στο Μαντανάπαλι στη Νότια Ινδία στις 12 Μαΐου 1895 και έφυγε στις 17 Φεβρουαρίου του 1986 στο Όχαϊ της Καλιφόρνιας, στα 91 χρόνια του)
Καθίσαμε πάνω σε κάτι μεγάλους, πανάρχαιους, άσπρους βράχους και παρακολουθούσαμε την οικογένειά μου που κολυμπούσε στο καθαρό, γαλάζιο ποτάμι. Ύστερα από το φαγητό τον ρώτησα περισσότερα για την επίγνωση:
«Παρατηρώντας τις αντιδράσεις μου συνήθως βρίσκω σ’ αυτές κάποια σφοδρή επιθυμία που παίρνει τη μια ή την άλλη μορφή, όπως του φθόνου. Τον βλέπω. Έρχεται και φεύγει, αλλά δεν φαίνεται να μπορώ να σκεφτώ πιο βαθιά από τόσο».
Με κοίταξε για μια στιγμή με καλοσύνη κι ύστερα είπε:
«Είσαι το αποτέλεσμα του παρελθόντος – το σώμα σου, τα συναισθήματά σου και οι σκέψεις σου. Το σώμα σου είναι απλώς ένα αντίγραφο. Κάθε συναίσθημα, για παράδειγμα ο φθόνος ή ο θυμός, είναι αποτέλεσμα Έτσι, απλώς μετακινείσαι μέσα στον κύκλο της εμπειρίας».
Έκανε ένα σχέδιο στην άμμο για να το δείξει: έναν κύκλο με δύο σημάδια – ένα για το φθόνο κι ένα για τη δράση που ακολουθείς. «Πρέπει να “δουλέψεις” πάνω σ’ αυτό’ σκέψου το, στοχάσου γι’ αυτό, προσπάθησε να το δεις απ’ όλες του τις πλευρές – ήρεμα, αποστασιοποιημένα, σαν να κοιτάς ένα άγνωστο ζώο που δεν έχεις ξαναδεί και σε ενδιαφέρει το σχήμα του, οι συνήθειές του και λοιπά’ δεν ξέρεις αν είναι δηλητηριώδες ή όχι κι έτσι δεν κάνεις καμιά κίνηση.
Αυτό είναι διαλογισμός, καθώς προσπαθεί κανείς να ελευθερώσει τον εαυτό του από το παρελθόν να ξεπεράσει το παρελθόν έτσι ώστε να ανακαλύψει το άγνωστο, το άχρονο’ αλλιώς απλώς μετακινείται μέσα στον κύκλο του παρελθόντος. Πρέπει να διαλογιστείς πάνω σ’ αυτό μέχρι να μπορέσεις να το νιώσεις να διαπερνάει όλη σου την ύπαρξη, όχι απλώς ένα μέρος της, όλα τα μέρη».
Όλο το σώμα του Κρισναμούρτι εξέφραζε όσα έλεγε. «Τότε θα υπάρξει μεγάλη ηρεμία, απέραντη γαλήνη. Γραψ’ το αυτό όπως σου το είπα. Ύστερα κοίτα το και παρατήρησε τις αντιδράσεις σου σ’ αυτό. Σκέψου γι’ αυτό. Προσπάθησε να ανακαλύψεις τι σκέφτεσαι γι’ αυτό. Εκείνο θα ‘ρθει σε σένα αργότερα».
Τα λόγια του είχαν ηρεμιστική επίδραση. Ακολούθησε μια μακρά σιωπή που στη διάρκεια της καθόμασταν ακίνητοί Ό,τι κι αν έκανε κανείς ήταν άχρηστο, ωστόσο, εξακολουθούσε να υπάρχει μια εσωτερική κίνηση. Ήθελα κάποιου είδους συντροφιά -ερωτική, φιλική, πνευματική ή θεία-, απλώς δεν ήθελα να είμαι εντελώς μόνος. Του είπα:
«Πίσω από πολλές σκέψεις και πράξεις μου βρίσκεται η επιθυμία να βρω στοργή ή φόβος μήπως τη χάσω».
«Τι είναι εκείνο που πραγματικά επιθυμείς; Δεν είναι η στοργή». Περίμενε την απάντησή μου.
«Εννοείς ότι δεν είναι στοργή μέσα από την ίδια μου την καρδιά, αλλά κάτι απέξω;»
«Ακριβώς. Προσπαθείς να γεμίσεις ένα κενό μέσα σου. Είναι σαν να προσπαθείς να γεμίσεις έναν τρύπιο κουβά που δεν μπορεί ποτέ να γεμίσει».
«Πρέπει κανείς να συνεχίζει να ρίχνει κάτι εκεί μέσα κάθε μέρα».
«Και παρ’ όλα αυτά τον γεμίζει πολύ λίγο’ ικανοποιείται μόνο επιφανειακά. Το δοχείο δεν γεμίζει ποτέ ολόκληρο και για πάντα. Γιατί, λοιπόν, συνεχίζεις να το κάνεις αυτό»; Ο Κρισναμούρτι μού έριξε μια διερευνητική ματιά, παρακολουθώντας προσεκτικά την αντίδρασή μου. «Δεν το νιώθεις, δεν ζεις πραγματικά αυτό που είπα.
Αν το είχες δει πραγματικά θα σε είχε συναρπάσει. Θα ένιωθες τρομακτική ανακούφιση. Ευτυχώς που δεν έχω την ανάγκη να συνεχίζω να το κάνω αυτό!» Μπορούσα να νιώσω το δικό του αίσθημα ανακούφισης, αλλά δεν ένιωθα κι εγώ το ίδιο. «Γιατί νιώθω όσα λες τόσο επιφανειακά;»
«Ναι, γιατί;» με ρώτησε.
Ήμουν αποφασισμένος να απαντώ έντιμα. «Γιατί είμαι κουτός κι όχι αρκετά ευαίσθητος».
«Ναι. Βρες, λοιπόν, γιατί είσαι κουτός. Ερεύνησε τα πάντα: από το τι τρως μέχρι την κληρονομικότητά σου και την εγγλέζικη υποδομή σου – ιμπεριαλισμός και λοιπά. Ψάξε τις πράξεις σου’ ίσως είσαι φυλακισμένος από τις σκέψεις που κάνεις για τον εαυτό σου, από αναμνήσεις, συγκρίσεις, φυγές, όνειρα και λοιπά – εξέτασε τα πάντα. Καταπιάσου πραγματικά με ολόκληρο το θέμα. Αν κάτσεις αναπαυτικά και απλώς πεις “Εντάξει, είμαι κουτός” και δεν κάνεις τίποτα γι’ αυτό, τότε έχεις γεράσει».
Ακούμπησε πίσω την πλάτη του ήρεμος. Ύστερα, σκύβοντας ξανά προς το μέρος μου και καρφώνοντάς με με τα λαμπερά, σκούρα καστανά μάτια του, μου είπε:
«Θα ‘πρεπε να ‘ναι για σένα ζήτημα ζωής και θανάτου».
«Γιατί είμαι κουτός τώρα;»
«Νομίζω γιατί είσαι απογοητευμένος».
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Ξέρω γιατί είμαι απογοητευμένος». Ένιωθα αποκαρδιωμένος με τη δουλειά μου σε ένα εργοστάσιο, κι αυτό μου έτρωγε όλη μου την ενέργεια. Η δουλειά της κατεργασίας τροφής ήταν για μένα η πιο εποικοδομητική απασχόληση κατά τη διάρκεια του πολέμου.
«Μπορείς εύκολα να εξιχνιάσεις την αιτία της, αλλά η απογοήτευση δεν φεύγει, έτσι δεν είναι; Γιατί, λοιπόν, είσαι απογοητευμένος;» Χαμογέλασε σαν να περίμενε να θέσω μόνος μου το ερώτημα στον εαυτό μου. «Ρώτα με ευθύτητα τον εαυτό σου “γιατί;” κοίταξέ το πραγματικά και θα ’χει φύγει. Θα βρεθείς στην κορφή του βουνού».
«Γαντζώνεται κανείς στην απογοήτευση. Γιατί συμβαίνει αυτό;» Ένιωσα την απογοήτευση να φεύγει, αλλά ένα κομμάτι μου έμοιαζε να κρεμιέται πάνω της.
«Γιατί είναι καλύτερο από το τίποτα. Δεν θες να είσαι άδειος, Ντέιβιντ. Γιατί δεν καταπιάνεσαι πραγματικά με το ερώτημα του κενού μέσα σου; Γιατί το γεμίζεις συνέχεια με διάφορες αισθήσεις – παρηγοριές, πίστεις, συγκρίσεις; Αν είχες έναν τρύπιο κουβά που στάζει, τι θα τον έκανες;»
«Θα τον πετούσα!»
«Μάλιστα. Δεν θα συνέχιζες να τον χρησιμοποιείς»
Καθίσαμε πάνω σε κάτι μεγάλους, πανάρχαιους, άσπρους βράχους και παρακολουθούσαμε την οικογένειά μου που κολυμπούσε στο καθαρό, γαλάζιο ποτάμι. Ύστερα από το φαγητό τον ρώτησα περισσότερα για την επίγνωση:
«Παρατηρώντας τις αντιδράσεις μου συνήθως βρίσκω σ’ αυτές κάποια σφοδρή επιθυμία που παίρνει τη μια ή την άλλη μορφή, όπως του φθόνου. Τον βλέπω. Έρχεται και φεύγει, αλλά δεν φαίνεται να μπορώ να σκεφτώ πιο βαθιά από τόσο».
Με κοίταξε για μια στιγμή με καλοσύνη κι ύστερα είπε:
«Είσαι το αποτέλεσμα του παρελθόντος – το σώμα σου, τα συναισθήματά σου και οι σκέψεις σου. Το σώμα σου είναι απλώς ένα αντίγραφο. Κάθε συναίσθημα, για παράδειγμα ο φθόνος ή ο θυμός, είναι αποτέλεσμα Έτσι, απλώς μετακινείσαι μέσα στον κύκλο της εμπειρίας».
Έκανε ένα σχέδιο στην άμμο για να το δείξει: έναν κύκλο με δύο σημάδια – ένα για το φθόνο κι ένα για τη δράση που ακολουθείς. «Πρέπει να “δουλέψεις” πάνω σ’ αυτό’ σκέψου το, στοχάσου γι’ αυτό, προσπάθησε να το δεις απ’ όλες του τις πλευρές – ήρεμα, αποστασιοποιημένα, σαν να κοιτάς ένα άγνωστο ζώο που δεν έχεις ξαναδεί και σε ενδιαφέρει το σχήμα του, οι συνήθειές του και λοιπά’ δεν ξέρεις αν είναι δηλητηριώδες ή όχι κι έτσι δεν κάνεις καμιά κίνηση.
Αυτό είναι διαλογισμός, καθώς προσπαθεί κανείς να ελευθερώσει τον εαυτό του από το παρελθόν να ξεπεράσει το παρελθόν έτσι ώστε να ανακαλύψει το άγνωστο, το άχρονο’ αλλιώς απλώς μετακινείται μέσα στον κύκλο του παρελθόντος. Πρέπει να διαλογιστείς πάνω σ’ αυτό μέχρι να μπορέσεις να το νιώσεις να διαπερνάει όλη σου την ύπαρξη, όχι απλώς ένα μέρος της, όλα τα μέρη».
Όλο το σώμα του Κρισναμούρτι εξέφραζε όσα έλεγε. «Τότε θα υπάρξει μεγάλη ηρεμία, απέραντη γαλήνη. Γραψ’ το αυτό όπως σου το είπα. Ύστερα κοίτα το και παρατήρησε τις αντιδράσεις σου σ’ αυτό. Σκέψου γι’ αυτό. Προσπάθησε να ανακαλύψεις τι σκέφτεσαι γι’ αυτό. Εκείνο θα ‘ρθει σε σένα αργότερα».
Τα λόγια του είχαν ηρεμιστική επίδραση. Ακολούθησε μια μακρά σιωπή που στη διάρκεια της καθόμασταν ακίνητοί Ό,τι κι αν έκανε κανείς ήταν άχρηστο, ωστόσο, εξακολουθούσε να υπάρχει μια εσωτερική κίνηση. Ήθελα κάποιου είδους συντροφιά -ερωτική, φιλική, πνευματική ή θεία-, απλώς δεν ήθελα να είμαι εντελώς μόνος. Του είπα:
«Πίσω από πολλές σκέψεις και πράξεις μου βρίσκεται η επιθυμία να βρω στοργή ή φόβος μήπως τη χάσω».
«Τι είναι εκείνο που πραγματικά επιθυμείς; Δεν είναι η στοργή». Περίμενε την απάντησή μου.
«Εννοείς ότι δεν είναι στοργή μέσα από την ίδια μου την καρδιά, αλλά κάτι απέξω;»
«Ακριβώς. Προσπαθείς να γεμίσεις ένα κενό μέσα σου. Είναι σαν να προσπαθείς να γεμίσεις έναν τρύπιο κουβά που δεν μπορεί ποτέ να γεμίσει».
«Πρέπει κανείς να συνεχίζει να ρίχνει κάτι εκεί μέσα κάθε μέρα».
«Και παρ’ όλα αυτά τον γεμίζει πολύ λίγο’ ικανοποιείται μόνο επιφανειακά. Το δοχείο δεν γεμίζει ποτέ ολόκληρο και για πάντα. Γιατί, λοιπόν, συνεχίζεις να το κάνεις αυτό»; Ο Κρισναμούρτι μού έριξε μια διερευνητική ματιά, παρακολουθώντας προσεκτικά την αντίδρασή μου. «Δεν το νιώθεις, δεν ζεις πραγματικά αυτό που είπα.
Αν το είχες δει πραγματικά θα σε είχε συναρπάσει. Θα ένιωθες τρομακτική ανακούφιση. Ευτυχώς που δεν έχω την ανάγκη να συνεχίζω να το κάνω αυτό!» Μπορούσα να νιώσω το δικό του αίσθημα ανακούφισης, αλλά δεν ένιωθα κι εγώ το ίδιο. «Γιατί νιώθω όσα λες τόσο επιφανειακά;»
«Ναι, γιατί;» με ρώτησε.
Ήμουν αποφασισμένος να απαντώ έντιμα. «Γιατί είμαι κουτός κι όχι αρκετά ευαίσθητος».
«Ναι. Βρες, λοιπόν, γιατί είσαι κουτός. Ερεύνησε τα πάντα: από το τι τρως μέχρι την κληρονομικότητά σου και την εγγλέζικη υποδομή σου – ιμπεριαλισμός και λοιπά. Ψάξε τις πράξεις σου’ ίσως είσαι φυλακισμένος από τις σκέψεις που κάνεις για τον εαυτό σου, από αναμνήσεις, συγκρίσεις, φυγές, όνειρα και λοιπά – εξέτασε τα πάντα. Καταπιάσου πραγματικά με ολόκληρο το θέμα. Αν κάτσεις αναπαυτικά και απλώς πεις “Εντάξει, είμαι κουτός” και δεν κάνεις τίποτα γι’ αυτό, τότε έχεις γεράσει».
Ακούμπησε πίσω την πλάτη του ήρεμος. Ύστερα, σκύβοντας ξανά προς το μέρος μου και καρφώνοντάς με με τα λαμπερά, σκούρα καστανά μάτια του, μου είπε:
«Θα ‘πρεπε να ‘ναι για σένα ζήτημα ζωής και θανάτου».
«Γιατί είμαι κουτός τώρα;»
«Νομίζω γιατί είσαι απογοητευμένος».
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Ξέρω γιατί είμαι απογοητευμένος». Ένιωθα αποκαρδιωμένος με τη δουλειά μου σε ένα εργοστάσιο, κι αυτό μου έτρωγε όλη μου την ενέργεια. Η δουλειά της κατεργασίας τροφής ήταν για μένα η πιο εποικοδομητική απασχόληση κατά τη διάρκεια του πολέμου.
«Μπορείς εύκολα να εξιχνιάσεις την αιτία της, αλλά η απογοήτευση δεν φεύγει, έτσι δεν είναι; Γιατί, λοιπόν, είσαι απογοητευμένος;» Χαμογέλασε σαν να περίμενε να θέσω μόνος μου το ερώτημα στον εαυτό μου. «Ρώτα με ευθύτητα τον εαυτό σου “γιατί;” κοίταξέ το πραγματικά και θα ’χει φύγει. Θα βρεθείς στην κορφή του βουνού».
«Γαντζώνεται κανείς στην απογοήτευση. Γιατί συμβαίνει αυτό;» Ένιωσα την απογοήτευση να φεύγει, αλλά ένα κομμάτι μου έμοιαζε να κρεμιέται πάνω της.
«Γιατί είναι καλύτερο από το τίποτα. Δεν θες να είσαι άδειος, Ντέιβιντ. Γιατί δεν καταπιάνεσαι πραγματικά με το ερώτημα του κενού μέσα σου; Γιατί το γεμίζεις συνέχεια με διάφορες αισθήσεις – παρηγοριές, πίστεις, συγκρίσεις; Αν είχες έναν τρύπιο κουβά που στάζει, τι θα τον έκανες;»
«Θα τον πετούσα!»
«Μάλιστα. Δεν θα συνέχιζες να τον χρησιμοποιείς»
Απόσπασμα από το βιβλίο “ Η Αναζήτηση Της Αλήθειας” πρόκειται για μια σειρά από προσωπικές συζητήσεις που είχε ο Ντέιβιντ Γιανγκτου με τον Jiddu Krishnamurti
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου