Ήταν ένα υπέροχο πρωινό, καθαρό, με όλα τ’ αστέρια ν’ αστράφτουν και την κοιλάδα να είναι γεμάτη σιωπή. Οι λόφοι ήταν σκοτεινοί, πιο σκοτεινοί από τον ουρανό και ο δροσερός αέρας μύριζε βροχή, το άρωμα των φύλλων και το δυνατό άρωμα κάποιων ανθισμένων γιασεμιών. Όλα ήταν κοιμισμένα, κάθε φύλλο ήταν ακίνητο και η ομορφιά του πρωινού ήταν μαγευτική- ήταν η ομορφιά της γης, των ουρανών και του ανθρώπου, των κοιμισμένων πουλιών και του καινούριου χείμαρρου, που κυλούσε στη στεγνή κοίτη του ποταμού- ήταν απίστευτο πόσο δεν ήταν κάτι προσωπικό. Υπήρχε ένα είδος λιτότητας γύρω απ’ όλο αυτό, όχι καλλιεργημένη λιτότητα που είναι δουλειά του φόβου και της άρνησης, αλλά η λιτότητα της πληρότητας, τόσο ολοκληρωτικά πλήρης που δε γνώριζε τη φθορά.
Εκεί στη βεράντα, με τον Ωρίωνα στα δυτικά του ουρανού, η ορμή της ομορφιάς έσβησε τις άμυνες του χρόνου. Καθώς διαλογιζόταν εκεί, πέρα από τους περιορισμούς του χρόνου, βλέποντας τον ουρανό να λαμποκοπάει από τα αστέρια και τη γη να είναι σιωπηλή, η ομορφιά δεν ήταν ένα προσωπικό κυνήγι ευχαρίστησης, δεν ήταν κάτι κατασκευασμένο, δεν ανήκε σε πράγματα γνωστά ή σε άγνωστες εικόνες και οράματα του μυαλού με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Η ομορφιά, σε καμιά περίπτωση, δεν έχει τίποτα να κάνει με σκέψεις ή συναισθήματα ή με την ευχάριστη αίσθηση που σου φέρνει μια συναυλία, ένας πίνακας ή η παρακολούθηση ενός αγώνα ποδοσφαίρου• η ευχαρίστηση από συναυλίες, ποιήματα, είναι ίσως πιο εκλεπτυσμένη από εκείνη που προκαλεί το ποδόσφαιρο, αλλά όλα κινούνται στον ίδιο χώρο με μια λειτουργία ή προσευχή μέσα σε ένα ναό. Εδώ μιλάμε για την ομορφιά που είναι πέρα από το χρόνο και πέρα από τις στάχτες και τις απολαύσεις της σκέψης.
Η σκέψη και το συναίσθημα σπαταλούν ενέργεια κι έτσι δεν μπορεί κανείς να δει την ομορφιά. Η ενέργεια, με τη δύναμη που έχει, είναι αναγκαία για να δεις την ομορφιά• την ομορφιά που βρίσκεται πέρα από τα μάτια εκείνου που κοιτάζει. Όταν υπάρχει ο ονειροπόλος, ο παρατηρητής, τότε δεν υπάρχει ομορφιά.
Εκεί, στη γεμάτη αρώματα βεράντα, όταν η αυγή βρισκόταν ακόμα μακριά και τα δέντρα ήταν σιωπηλά κι ακίνητα, όλη η ουσία ήταν η ομορφιά.
Αλλά δεν μπορείς να έχεις την εμπειρία αυτής της ουσίας• πρέπει να σταματήσεις το ζήσιμο της εμπειρίας, γιατί το μόνο που κάνει η εμπειρία είναι να αυξάνει το γνωστό. Το γνωστό δεν είναι ποτέ η ουσία.
Ο διαλογισμός δεν είναι ποτέ απόκτηση περισσότερης εμπειρίας• δεν είναι μόνο το τέλος της εμπειρίας, που είναι η ανταπόκριση σε μια πρόκληση, μικρή ή μεγάλη, αλλά είναι το άνοιγμα μιας πόρτας στην ουσία, είναι το άνοιγμα της πόρτας ενός φούρνου του οποίου η φωτιά κατακαίει χωρίς να αφήνει στάχτες• χωρίς να αφήνει υπολείμματα.
Είμαστε τα υπολείμματα, οι υποχωρήσεις των χιλιάδων χθες, μια συνεχής σειρά ατέλειωτων αναμνήσεων, επιλογών και απελπισίας.
Ο Μέγας Εαυτός και ο μικρός εαυτός είναι το μοντέλο της ύπαρξής μας και η ύπαρξη είναι σκέψη και η σκέψη είναι ύπαρξη με ατέλειωτη θλίψη. Μέσα στις φλόγες του διαλογισμού τελειώνουν η σκέψη και το συναίσθημα, γιατί κανένα από τα δύο δεν είναι αγάπη. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ουσία- χωρίς αυτή υπάρχουν μόνο στάχτες που πάνω τους βασίζεται η ύπαρξή μας. Η αγάπη έρχεται μέσα από το κενό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου