Ο νους είναι πολύ ανόητος, πολύ μικρός· τα συναισθήματά μας πολύ κακής ποιότητας κι ο τρόπος ζωής μας πολύ μπερδεμένος για εκείνη την απεραντοσύνη, ώστε να μπορεί να προσκληθεί να μπει σ’ αυτό το μικρό σπίτι, σε ένα στενόχωρο, αν και νοικοκυρεμένο, δωμάτιο.
Όταν κάποια στιγμή δει κανείς το τι έχει κάνει ο άνθρωπος στον εαυτό του, πώς βασανίστηκε, πώς αποκτηνώθηκε, με το να γίνει εθνικιστής, με το να χαθεί μέσα σε κάποια μορφή ψυχαγωγίας, είτε αυτή είναι η λογοτεχνία είτε το ένα ή το άλλο, βλέποντας όλο αυτό το πρότυπο της ζωής του, αναρωτιέται: «πρέπει κανείς να περάσει απ’ όλο αυτό»; Καταλαβαίνετε την ερώτηση;
Πρέπει ένας άνθρωπος να περάσει όλη αυτή τη διαδικασία, βήμα βήμα, απορρίπτοντας κάθε πίστη – αν είσαι βέβαια και σε κάποια εγρήγορση – απορρίπτοντας κάθε μορφή αναζήτησης, απορρίπτοντας τον βασανισμό του νου, απορρίπτοντας το κυνήγι της ευχαρίστησης;
Βλέποντας κανείς τι έχει κάνει ο άνθρωπος στον εαυτό του προκειμένου να βρει εκείνο το κάτι που ονομάζει «Πραγματικότητα», «Αλήθεια», ρωτάει – σας παρακαλώ ρωτήστε τον εαυτό σας κι όχι εμένα – υπάρχει κάποιος τρόπος ή υπάρχει κάποια στιγμή έκρηξης που να τα απορρίπτει κανείς όλα αυτά με μια πνοή; Γιατί ο τρόπος (για να συναντήσεις το «κάτι») δεν είναι η αναζήτηση, δεν είναι ο χρόνος.
Η αναζήτηση συνεπάγεται χρόνο· χρειάζονται ίσως δέκα, είκοσι χρόνια ή και παραπάνω ή πάλι βρίσκεις εκείνο που αναζητάς περνώντας μέσα από μετενσαρκώσεις στους αιώνες, όπως πιστεύει όλη η Ασία.
Όλη αυτή η αναζήτηση, λοιπόν, συνεπάγεται χρόνο. Κι ο χρόνος συνεπάγεται: σταδιακή απόρριψη των εσωτερικών συγκρούσεων, των προβλημάτων, το να γίνεσαι σιγά σιγά πιο σοφός, πιο πανούργος, το να μαθαίνεις σιγά σιγά – ο χρόνος αποδιαμορφώνει σταδιακά το νου.
Προφανώς, λοιπόν, ο χρόνος δεν είναι ο τρόπος για να συναντήσει κανείς την πραγματικότητα, την αλήθεια· ούτε η πίστη, ούτε οι υποκριτικές πειθαρχίες που επιβάλλονται από κάποιο σύστημα, από έναν γκουρού, από κάποιο δάσκαλο, από έναν φιλόσοφο ή από κάποιον ιερέα – όλα αυτά είναι πολύ παιδιάστικα.
Είναι, λοιπόν, δυνατόν να μην περάσεις καθόλου απ’ όλα αυτά κι όμως να βρεθείς μπροστά σ’ εκείνο το εξαιρετικό «κάτι»;
Είναι αυτό δυνατόν, γιατί εκείνο το «κάτι» δεν μπορεί να προσκληθεί. Σας παρακαλώ, κατανοήστε αυτό το πολύ απλό γεγονός: δεν μπορεί να προσκληθεί, δεν μπορεί να αναζητηθεί, γιατί ο νους είναι πολύ ανόητος, πολύ μικρός· τα συναισθήματά μας πολύ κακής ποιότητας κι ο τρόπος ζωής μας πολύ μπερδεμένος για εκείνη την απεραντοσύνη, ώστε να μπορεί να προσκληθεί να μπει σ’ αυτό το μικρό σπίτι, σε ένα στενόχωρο, αν και νοικοκυρεμένο, δωμάτιο. Δεν μπορείς να το προσκαλέσεις.
Για να το προσκαλέσεις, πρέπει να το γνωρίζεις από πριν και δεν μπορείς να το γνωρίζεις (δεν έχει σημασία ποιος το λέει αυτό) γιατί τη στιγμή που λες: «το γνωρίζω», δεν γνωρίζεις τίποτα.
Τη στιγμή που λες ότι το έχεις βρει, δεν το έχεις βρει. Τη στιγμή που λες ότι το έχεις βιώσει, δεν το έχεις βιώσει ποτέ. Όλα αυτά είναι πονηροί τρόποι για να εκμεταλλεύεται κανείς έναν άλλον άνθρωπο — είτε είναι φίλος του είτε είναι εχθρός του.
Ομιλία στο Παρίσι, 30 Απριλίου 1967
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου