Διαλογισμός σημαίνει αποδέχομαι αυτή τη στιγμή έτσι όπως είναι, χωρίς να επιθυμώ να είναι διαφορετική και χωρίς να αποφεύγω να αντικρίσω ό,τι περιλαμβάνει. Τη στιγμή της αποδοχής δεν υπάρχει κάτι που να προέρχεται από τον αποδέκτη. Δεν υπάρχει αναγέννηση του ατόμου μέσα σε σκέψεις, συναισθήματα ή αντιδράσεις.
Η δυσκολία μας να αποδεχόμαστε τις σκέψεις που δημιουργεί ο νους μας την ώρα του διαλογισμού, είναι η ίδια με τη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε καθημερινά στο να αποδεχόμαστε γεγονότα, ανθρώπους και καταστάσεις που ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας. Όταν αποδέχεσαι κάτι άνευ όρων είναι σαν να μην υπάρχεις. Εξαφανίζονται όλα αυτά που πηγάζουν από εσένα (γνώμες, αντιδράσεις, κριτικές, κ.τ.λ), ενώ παράλληλα δημιουργείς χώρο για να υπάρξει ό,τι είναι να υπάρξει εκείνη τη στιγμή.
Αυτή η κατάσταση εναντιώνεται ευθέως στο Εγώ, το οποίο θέλει πάντα να αντιδράει, να ξεχωρίζει, να ελέγχει, να επηρεάζει και να κρίνει. Μια ωραία παρομοίωση που χρησιμοποιείται συχνά σχετικά με το Εγώ και την αποδοχή, είναι η σύγκριση του Εγώ με το βουνό και της αποδοχής με την πεδιάδα. Το βουνό είναι επιβλητικό και ξεχωρίζει, ενώ η πεδιάδα είναι διακριτική, φιλόξενη και ειρηνική. Το βουνό, με τη μυτερή κορυφή του, μοιάζει με βέλος που δείχνει μόνο προς μια κατεύθυνση, ενώ η πεδιάδα μοιάζει με ανοιχτή αγκαλιά που δέχεται τα πάντα.
Την ώρα του διαλογισμού λοιπόν, ο νους, ο οποίος θέλει πάντα κάτι να κάνει (να κρίνει, να αποφασίζει, να ξέρει, κ.τ.λ), ηρεμεί και δίνει χώρο σε μια νέα διάσταση να αναδυθεί: είναι η διάσταση της επίγνωσης -της παρατήρησης- που συνοδεύεται από αποδοχή. Με τον χρόνο (αρκετούς μήνες και χρόνια), τα μοτίβα που επαναλάμβανε ο νους επί δεκαετίες, αρχίζουν να εξασθενούν γιατί δεν βρίσκουν ανταπόκριση στον οργανισμό. Ο φαύλος κύκλος μεταξύ των σκέψεων και των συναισθημάτων διακόπτεται, καθώς η επίγνωση και η αποδοχή αντικαθιστούν την αντανακλαστική αντίδραση του οργανισμού σε κάποιες συγκεκριμένες σκέψεις.
Και αρκετές από αυτές τις σκέψεις είχαν να κάνουν με την αυτοεικόνα, δηλαδή την αυτοκριτική: "δεν θα έπρεπε να έχω αυτό το ελάττωμα", "θα έπρεπε να ήμουν αλλιώς", "θα έπρεπε να τα καταφέρνω", "θα έπρεπε να μπορώ να ελέγχω τον νου μου" ή "θα έπρεπε να μπορώ να ηρεμώ όποτε το αποφασίζω". Μ' αυτόν τον τρόπο ο διαλογισμός μάς βοηθάει να αποδεχτούμε όχι τον εαυτό μας, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά τα μοτίβα των σκέψεων που συνέβαιναν μέσα μας επί χρόνια και νομίζαμε ότι αποτελούν τον εαυτό μας. Τότε ανακαλύπτουμε ότι ο πραγματικός εαυτός μας δεν είναι ο νους, δεν είναι οι σκέψεις, αλλά είναι η επίγνωση που παρατηρεί αυτές τις σκέψεις.
Στην κατάσταση της επίγνωσης δεν υπάρχει αντίδραση στα παρελθοντικά μοτίβα σκέψεων. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να το παρατηρήσει και ένας αρχάριος μετά από λίγες ημέρες ή εβδομάδες διαλογισμού. Για παράδειγμα, ο νους του θα του λέει ότι ο διαλογισμός είναι βαρετός, και αυτός θα μπορεί να παρατηρήσει αυτή τη σκέψη και να συνεχίσει να διαλογίζεται (και όντως, ο διαλογισμός κρίνεται από τον νου ως κάτι το βαρετό, επειδή ο νους έχει μάθει στα πολλαπλά ερεθίσματα, σε συναρπαστικά γεγονότα και έντονες αλλαγές που πυροδοτούν λίγο-πολύ έντονες αντιδράσεις στον οργανισμό). Είναι από τις πρώτες στιγμές όπου συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι ελεύθερος να μην υπακούει στον νου του και ότι δεν χρειάζεται να σκεφτεί κάτι, ή να ξεκινήσει έναν εσωτερικό διάλογο, για να πείσει τον νου ότι ο διαλογισμός δεν είναι βαρετός και ότι δεν τίθεται καν θέμα βαρεμάρας. Η απλή παρατήρηση και επίγνωση της δραστηριότητας του νου αρκεί για να ξεπεραστεί το ασυνείδητο αντανακλαστικό της αντίδρασης.
Το εμπειρικό αυτό βίωμα οδηγεί σε μια άλλη αποκάλυψη: ότι η αντίδρασή μας εξαρτάται από τη στάση μας και όχι από κάποιο φαινόμενο, ακόμα και αν αυτό το φαινόμενο συμβαίνει μέσα μας, και ακόμα και αν αυτό το φαινόμενο προέρχεται από αυτό που πιστεύαμε ότι αποτελεί το κέντρο ελέγχου μας, δηλαδή από τον νου. Με την εξάσκηση λοιπόν, αρχίζουμε να απελευθερωνόμαστε από την εξαρτητική σχέση που είχαμε δημιουργήσει με τον νου και αρχίζουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα πιο αντικειμενικά, χωρίς αντιδράσεις, χωρίς γνώμες και χωρίς κριτικές.
Τελικά, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συμπεριφορές, είτε χαρακτηρίζονται ως εξαρτητικές, αποφευκτικές, υποτακτικές, εθιστικές, ή αλλιώς, αντανακλούν απλά τη σχέση που έχουμε με τον νου μας και τις αντίστοιχες ασυνείδητες αντιδράσεις του οργανισμού. Η άνευ όρων αποδοχή όλων αυτών είναι ο τρόπος για να τα εξασθενήσουμε.
Αυτή η κατάσταση εναντιώνεται ευθέως στο Εγώ, το οποίο θέλει πάντα να αντιδράει, να ξεχωρίζει, να ελέγχει, να επηρεάζει και να κρίνει. Μια ωραία παρομοίωση που χρησιμοποιείται συχνά σχετικά με το Εγώ και την αποδοχή, είναι η σύγκριση του Εγώ με το βουνό και της αποδοχής με την πεδιάδα. Το βουνό είναι επιβλητικό και ξεχωρίζει, ενώ η πεδιάδα είναι διακριτική, φιλόξενη και ειρηνική. Το βουνό, με τη μυτερή κορυφή του, μοιάζει με βέλος που δείχνει μόνο προς μια κατεύθυνση, ενώ η πεδιάδα μοιάζει με ανοιχτή αγκαλιά που δέχεται τα πάντα.
Την ώρα του διαλογισμού λοιπόν, ο νους, ο οποίος θέλει πάντα κάτι να κάνει (να κρίνει, να αποφασίζει, να ξέρει, κ.τ.λ), ηρεμεί και δίνει χώρο σε μια νέα διάσταση να αναδυθεί: είναι η διάσταση της επίγνωσης -της παρατήρησης- που συνοδεύεται από αποδοχή. Με τον χρόνο (αρκετούς μήνες και χρόνια), τα μοτίβα που επαναλάμβανε ο νους επί δεκαετίες, αρχίζουν να εξασθενούν γιατί δεν βρίσκουν ανταπόκριση στον οργανισμό. Ο φαύλος κύκλος μεταξύ των σκέψεων και των συναισθημάτων διακόπτεται, καθώς η επίγνωση και η αποδοχή αντικαθιστούν την αντανακλαστική αντίδραση του οργανισμού σε κάποιες συγκεκριμένες σκέψεις.
Και αρκετές από αυτές τις σκέψεις είχαν να κάνουν με την αυτοεικόνα, δηλαδή την αυτοκριτική: "δεν θα έπρεπε να έχω αυτό το ελάττωμα", "θα έπρεπε να ήμουν αλλιώς", "θα έπρεπε να τα καταφέρνω", "θα έπρεπε να μπορώ να ελέγχω τον νου μου" ή "θα έπρεπε να μπορώ να ηρεμώ όποτε το αποφασίζω". Μ' αυτόν τον τρόπο ο διαλογισμός μάς βοηθάει να αποδεχτούμε όχι τον εαυτό μας, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά τα μοτίβα των σκέψεων που συνέβαιναν μέσα μας επί χρόνια και νομίζαμε ότι αποτελούν τον εαυτό μας. Τότε ανακαλύπτουμε ότι ο πραγματικός εαυτός μας δεν είναι ο νους, δεν είναι οι σκέψεις, αλλά είναι η επίγνωση που παρατηρεί αυτές τις σκέψεις.
Στην κατάσταση της επίγνωσης δεν υπάρχει αντίδραση στα παρελθοντικά μοτίβα σκέψεων. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να το παρατηρήσει και ένας αρχάριος μετά από λίγες ημέρες ή εβδομάδες διαλογισμού. Για παράδειγμα, ο νους του θα του λέει ότι ο διαλογισμός είναι βαρετός, και αυτός θα μπορεί να παρατηρήσει αυτή τη σκέψη και να συνεχίσει να διαλογίζεται (και όντως, ο διαλογισμός κρίνεται από τον νου ως κάτι το βαρετό, επειδή ο νους έχει μάθει στα πολλαπλά ερεθίσματα, σε συναρπαστικά γεγονότα και έντονες αλλαγές που πυροδοτούν λίγο-πολύ έντονες αντιδράσεις στον οργανισμό). Είναι από τις πρώτες στιγμές όπου συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι ελεύθερος να μην υπακούει στον νου του και ότι δεν χρειάζεται να σκεφτεί κάτι, ή να ξεκινήσει έναν εσωτερικό διάλογο, για να πείσει τον νου ότι ο διαλογισμός δεν είναι βαρετός και ότι δεν τίθεται καν θέμα βαρεμάρας. Η απλή παρατήρηση και επίγνωση της δραστηριότητας του νου αρκεί για να ξεπεραστεί το ασυνείδητο αντανακλαστικό της αντίδρασης.
Το εμπειρικό αυτό βίωμα οδηγεί σε μια άλλη αποκάλυψη: ότι η αντίδρασή μας εξαρτάται από τη στάση μας και όχι από κάποιο φαινόμενο, ακόμα και αν αυτό το φαινόμενο συμβαίνει μέσα μας, και ακόμα και αν αυτό το φαινόμενο προέρχεται από αυτό που πιστεύαμε ότι αποτελεί το κέντρο ελέγχου μας, δηλαδή από τον νου. Με την εξάσκηση λοιπόν, αρχίζουμε να απελευθερωνόμαστε από την εξαρτητική σχέση που είχαμε δημιουργήσει με τον νου και αρχίζουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα πιο αντικειμενικά, χωρίς αντιδράσεις, χωρίς γνώμες και χωρίς κριτικές.
Τελικά, αντιλαμβανόμαστε ότι οι συμπεριφορές, είτε χαρακτηρίζονται ως εξαρτητικές, αποφευκτικές, υποτακτικές, εθιστικές, ή αλλιώς, αντανακλούν απλά τη σχέση που έχουμε με τον νου μας και τις αντίστοιχες ασυνείδητες αντιδράσεις του οργανισμού. Η άνευ όρων αποδοχή όλων αυτών είναι ο τρόπος για να τα εξασθενήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου