Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Υπνοθεραπεία


Η υπνοθεραπεία είναι μία μορφή θεραπείας που λαμβάνει χώρα ενώ το υποκείμενο βρίσκεται σε ύπνωση. Ο όρος ύπνωση προήλθε από τη σύντμηση του όρου «νευρο-υπνωτισμός» που εισήγαγε ο Σκωτσέζος χειρουργός Τζέιμς Μπρέιντ (James Braid) (1843), ο οποίος σήμαινε «τον ύπνο του νευρικού συστήματος».
Ένα πρόσωπο που βρίσκεται σε ύπνωση επιδεικνύει ορισμένα ασυνήθιστα χαρακτηριστικά και ροπές, έναντι ενός μη-υπνωτισμένου, ειδικότερα υπερβολική δεκτικότητα στις υποβολές, την οποία μερικές αρχές έχουν θεωρήσει ως sine quα non κατά της ύπνωσης. Παραδείγματος χάριν, ο Κλαρκ Χαλ (Clark Hull), πιθανώς ο πρώτος σημαντικός εμπειρικός ερευνητής σ’ αυτόν τον τομέα, έγραψε:
εάν ένα υποκείμενο μετά την επαγωγή του στην υπνωτική διαδικασία δεν παρουσιάζει γνήσια στοιχεία ευαισθησίας σε οποιεσδήποτε υποβολές τότε φαίνεται ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να τον αποκαλούν υπνωτισμένο...
Η υπνοθεραπεία εφαρμόζεται συχνά προκειμένου να τροποποιηθεί η συμπεριφορά ενός υποκειμένου, το συναισθηματικό περιεχόμενο, τις στάσεις ζωής, καθώς επίσης και ένα ευρύ φάσμα συνθηκών που συμπεριλαμβάνουν δυσλειτουργικές συνήθειες, ανησυχία, ασθένειες που σχετίζονται με το στρες, την διαχείριση του πόνου και την προσωπική ανάπτυξη.


Υπνωτισμός και Μεσμερισμός

Η ταύτιση του υπνωτισμού με τον μεσμερισμό, τον ιστορικό του πρόδρομο, είναι συχνά, εσφαλμένη. Σύμφωνα με τον Χανς Έιζενκ (Hans Eysenck), οι όροι «ύπνωση» και «μεσμερισμός» έχουν γίνει αρκετά συνώνυμοι, και οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται τον Μεσμέρ ως πατέρα της ύπνωσης, ή τουλάχιστον ως αυτόν που την ανακάλυψε και πρώτο συνειδητό υποστηρικτή της. Παραδόξως, η αλήθεια μάλλον είναι ότι ενώ τα υπνωτικά φαινόμενα ήταν γνωστά για πολλές χιλιάδες χρόνια, ο Μεσμέρ στην πραγματικότητα δεν υπνώτιζε τους ασθενείς του καθόλου. Αποτελεί μυστήριο γιατί η δημοφιλής πεποίθηση τον έχει πιστώσει τόσο πεισματικά με μια ανακάλυψη που στην πραγματικότητα έγινε από άλλους.(Eysenck, Sense & Nonsense in Psychology, 1957: 30-31).
Ο Φραντς Άντον Μεσμέρ (Franz Anton Mesmer) ισχυριζόταν πως η μέθεξη και η θεραπεία ήταν το αποτέλεσμα της διοχέτευσης μιας μυστήριας «απόκρυφης» δύναμης που την αποκαλούσε «ζωϊκό μαγνητισμό». Προς τα τέλη του 18ου αιώνα, η αρχή του «ζωικού μαγνητισμού» έγινε η αφετηρία μίας μεγάλης και δημοφιλούς σχολής, αυτής των Μαγνητιστών.
Εντούτοις, το 1843, ο Σκωτσέζος χειρουργός James Braid πρότεινε τη θεωρία του υπνωτισμού ως ριζικά διαφέρουσα από τον Μεσμερισμό των μαγνητιστών. Ο Braid υποστήριξε ότι οι απόκρυφες ιδιότητες του υπνωτισμού ήταν ψευδαισθητικές και ότι τα αποτελέσματά του οφείλονταν στη «νευρική κούραση» και τις λεκτικές υποβολές. Ένας φιλοσοφικός πόλεμος ξέσπασε μεταξύ του Braid και των Μαγνητιστών.
«Θέλω εδώ να παρατηρήσω ως προς τη φύση, τα αίτια, και την έκταση των φαινομένων του νευρικού ύπνου (δηλ., υπνωτισμού) πως δεν έχουν καμία σχέση με τις υπερβατικές ιδιότητες που του αποδίδουν οι εραστές του θαυμάσιου, αυτοί οι εύπιστοι και ενθουσιώδεις μεσμεριστές, ακόμα ελπίζω πως οι απόψεις μου δεν θα είναι λιγότερο αποδεκτές από τίμια και σοβαρά άτομα, επειδή όλα αυτά τα φαινόμενα μπορούν να γίνουν κάλλιστα κατανοητά και συμβατά με γνωστές φυσιολογικές και ψυχολογικές αρχές». (James Braid, Υπνωτική Θεραπευτική, 1853: 36)

Εντούτοις, υπάρχει συμφωνία ότι η προέλευση της σύγχρονης ύπνωσης συσχετίζεται άμεσα με τις μεθόδους που υιοθετούνται στον υπνωτισμό. Ενώ ο Braid στην προσπάθεια του να εξηγήσει την ύπνωση διαφοροποιούσε τη θέση του ως προς τα χαρακτηριστικά της, τονίζοντας πως δεν προέρχονται από υπερφυσικές δυνάμεις, από την άλλη αναγνώριζε πως οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι μαγνητιστές υπήρξαν πρόδρομοι της ύπνωσης.
«Ο υπνωτισμός επομένως, όχι άστοχα θα μπορούσε να οριστεί ως «Ορθολογικός Υπνωτισμός», σε αντίθεση και διαφοροποίηση απο τον «Υπερβατικό Μαγνητισμό» των Μεσμεριστών. 
Στην αρχική έκθεση της επιτροπής σχετικά με η υπνοθεραπεία, η Βρετανική Ιατρική Ένωση (BMA), επιπλέον, έθεσε θέμα καταδίκης των απόκρυφων θεωριών του Μεσμερισμού και έθεσε αισθητά και διακριτά όρια από τον υπνωτισμό. Η Επιτροπή, ολοκληρώνοντας την έρευνα για τον υπνωτισμό στον διαθέσιμο χρονικό διάστημα, ανέφερε ότι οι ερευνητές ήταν ικανοποιημένοι και πεπεισμένοι για την γνησιότητα της υπνωτικής κατάστασης. Κανένα φαινόμενο από αυτά που παρατήρησαν, εντούτοις, δεν προσέφερε υποστήριξη στη θεωρία του ζωικού μαγνητισμού. («Έκθεση σχετικά με τον Υπνωτισμό», Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση, 1892).
Εκτιμώντας ότι ο Μαγνητισμός είναι μια μεταφυσική θεωρία, ο υπνωτισμός προσπάθησε να εξηγήσει τα ίδια φαινόμενα με εργαλεία της ψυχολογίας και της φυσιολογίας. Όπως το έθεσε ο Braid ο Υπνωτισμός είναι ένας επιστημονικός και ψυχο-φυσιολογικός κλάδος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μερικοί σκηνικοί υπνωτιστές χρησιμοποιούν τις λέξεις «μαγικό» και «έλεγχο» σε μία προσπάθεια να μυστικοποίησουν την ύπνωση. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας τα διάφορα τεστ της υπνωτικής δεκτικότητας σε υποβολές, αυτοί οι «βιρτουόζοι της ύπνωσης» παρέχουν στο ακροατήριο ατέλειωτες ώρες ψυχαγωγίας όμως κάποιες φορές σε βάρος των παρισταμένων. Εκπαιδευμένοι υπνοθεραπευτές, ή μάλλον θεραπευτές που χρησιμοποιούν την ύπνωση ως προσθήκη στο δικό τους πρόγραμμα θεραπείας, δημιουργούν ένα περιβάλλον στο οποίο οι πελάτες τους μπορούν να έχουν πρόσβαση στους πόρους του εσωτερικού τους κόσμου με ένα δικό τους μοναδικό τρόπο. Οι θεραπευτές, αντίθετα από τους σκηνικούς υπνωτιστές, οι οποίοι καλλιεργούν την ψευδαίσθηση πως τα άτομα είναι υποχείρια τους και δεν έχουν κανέναν έλεγχο, παρέχουν τον έλεγχο στα ίδια τα άτομα. 


Oρισμός του Υπνοθεραπευτή

Υπνοθεραπευτής ονομάζεται το πρόσωπο που χρησιμοποιεί την ύπνωση ως το κύριο εργαλείο για να βοηθήσει τους πελάτες του να επιτύχουν τους στόχους τους. Οι υπνοθεραπευτές διαφέρουν συχνά από άλλους θεραπευτές επειδή εστιάζουν στο ρόλο των υποσυνείδητων συμπεριφορών και στον τρόπο με τον οποίο αυτές επηρεάζουν την ζωή των πελατών τους. Καθορισμός Hypnotherapist - 079.157-010 το 1973, ο Δρ. John Kappas, ιδρυτής του Ινστιτούτου Hypnosis Motivation Institute, έγραψε και καθόρισε το επάγγελμα ενός Hypnotherapist στο Ομοσπονδιακό Λεξικό Επαγγελματικών Τίτλων…
« Υπνοθεραπευτής είναι αυτός που προκαλεί ένα επίπεδο ύπνωσης στους πελάτες του για να αυξήσει τα κίνητρα του ή να αλλάξει τα πρότυπα συμπεριφοράς: Συσκέπτεται με τον πελάτη για να καθορίσει τη φύση του προβλήματος. Προετοιμάζει τον πελάτη για να μπει στο υπνωτικό στάδιο με το να εξηγεί πώς λειτουργεί η ύπνωση και τι θα βιώσει ο πελάτης. Υποβάλλει τους πελάτες του σε μια σειρά δοκιμών για να καθορίσει το βαθμό φυσικής και συναισθηματικής δεκτικότητας στις υποβολές. Προκαλεί το υπνωτικό στάδιο στον πελάτη του, χρησιμοποιώντας τις εξατομικευμένες μεθόδους και τεχνικές ύπνωσης βασισμένες στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων των δοκιμών και την ανάλυση του προβλήματος του πελάτη. Μπορεί επίσης να εκπαιδεύει τους πελάτες του σε τεχνικές αυτοΰπνωσης.

Μορφές Υπνοθεραπείας

Η υπνοθεραπεία έχει πολλές διαφορετικές μορφές, και έχει ενσωματώσει πολλά στοιχεία από άλλες μορφές θεραπείας ,ενώ με την σειρά της έχει επηρεάσει και άλλες ψυχοθεραπευτικές παραδόσεις σε όλη την ιστορία της.

Παραδοσιακή υπνοθεραπεία

Η μορφή υπνοθεραπείας που ασκείται από τα περισσότερους βικτοριανούς υπνωτιστές, συμπεριλαμβανομένων των Braid , Bernheim, Leibault, Charcot, κυρίως υιοθετoύσε την άμεση υποβολή με σκοπό την αφαίρεση του συμπτώματος, ενίοτε, με την χρήση της θεραπευτικής χαλάρωσης και περιστασιακά την δημιουργία αποστροφής στο οινόπνευμα, τα ναρκωτικά, κ.λπ. Αυτή η απλή μορφή θεραπείας χρησιμοποιoύσε σχετικά άμεσες μεθόδους και λίγα θεωρητικά κατασκευάσματα, αλλά σαφώς συνεχίζει να επηρεάζει και τις μεταγενέστερες μορφές της υπνοθεραπείας.

Υπνοανάλυση

Το 1895 ο Σίγκμουντ Φρόιντ και ο Γιόζεφ Μπρόιερ (Joseph Breuer) δημοσίευσαν μία πρωτότυπη κλινική εργασία με τον τίτλο Μελέτες στην Υστερία (1895) που προώθησε μια νέα προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία. Οι Φρόιντ και Μπρόιερ χρησιμοποίησαν την ύπνωση για να παλινδρομήσουν πελάτες τους σε μια πιο νεαρή ηλικία προκειμένου αυτοί να τους βοηθήσουν να θυμηθούν και να αναβιώσουν κατεσταλμένες τραυματικές μνήμες. Αν και ο Φρόιντ εγκατέλειψε βαθμιαία την υπνοθεραπεία υπέρ της αναπτυσσόμενης μεθόδου του, της ψυχανάλυσης. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν καθόλου καλός υπνωτιστής και γι΄αυτό εγκατέλειψε μία τόσο αποτελεσματική μέθοδο. Παρ΄όλα αυτά, η πρώιμη αυτή εργασία του συνέχισε να επηρεάζει μεταγενέστερους υπνοθεραπευτές. Εντούτοις, όπως Freud παραδέχθηκε αργότερα, ο Γάλλος αντίπαλος του Πιέρ Ζανέ (Pierre Janet) είχε ήδη δημοσιεύσει μια περιπτωσιολογική μελέτη περιγράφοντας τη χρήση της ηλικιακής αναδρομής μέσω της ύπνωσης, μερικά έτη νωρίτερα.

Η μεταγενέστερη «αναδρομική υπνοθεραπεία» ήταν μερικές φορές γνωστή ως «υπνοανάλυση», «αναλυτική υπνοθεραπεία», ή «ψυχοδυναμική υπνοθεραπεία». Πολλοί επαγγελματίες εργάζονταν με τέτοιο τρόπο ελάχιστα θύμιζε την αρχική προσέγγιση του Φρόιντ, αν και άλλοι εξακολουθούσαν να επηρεάζονται από τις πιο πρόσφατες ψυχαναλυτικές θεωρίες και πρακτικές. Η υπνοανάλυση βρήκε άμεση υποστήριξη κατά την διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων όπου χρησιμοποιήθηκε από τους στρατιωτικούς ψυχιάτρους ως γρήγορη και αποτελεσματική λύση σε σχέση με την χρονοβόρα ψυχανάλυση στην θεραπεία του «Σόκ των Χαρακωμάτων» όπως λεγόταν τότε ο νευρικός κλονισμός, γνωστός σήμερα ως Μετά Τραυματικό Στρές (PTSD). Την δεκαετία του '90, μία ιδιαίτερα έντονη διαμάχη αναπτύχθηκε σχετικά με τη χρήση της ηλικιακής αναδρομής ή παλινδρόμησης που χρησιμοποιείται για την ανάκληση κατεσταλμένων μνημών ως αποτέλεσμα διάφορων νομικών περιπτώσεων υψηλού προφίλ, όπου οι πελάτες μήνυσαν τους θεράποντές τους ισχυριζόμενοι πως ήταν θύματα του Συνδρόμου Ψευδούς Μνήμης.

Υπνοθεραπεία κατα τον Έρικσον

Ο Μίλτον Έρικσον (Milton H. Erickson), ήταν ένας από τους υπνωτιστές που άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο της ύπνωσης τον 20ο αιώνα. Από τη δεκαετία του '40 και εντεύθεν, ο Έρικσον δημιούργησε μία ριζοσπαστικά διαφοροποιημένη υπνοθεραπεία την αποκαλούμενη «Ερικσονιανή, ή, Νεο- Ερικσονιανή υπνοθεραπεία.» Ο Έρικσον χρησιμοποίησε περισσότερο μια άτυπη προσέγγιση μέσω της ομιλίας με πολλούς πελάτες του και χρησιμοποίησε σύνθετα γλωσσικά σχέδια, και θεραπευτικές στρατηγικές. Εντούτοις, αυτή η ίδια η απόκλιση από την παράδοση οδήγησε μερικούς από τους συναδέλφους του, και ειδικότερα τον Αndre Weitzenhoffer, να διατυπώσει την διαφωνία για το εάν ο Έρικσον θα έπρεπε να ονομάζει την προσέγγισή του «ύπνωση». Εντούτοις, το έργο του Έρικσον συνεχίζει να αποτελεί μια από τις σχολές με τη μεγαλύτερη επιρροή μέσα στη σύγχρονη υπνοθεραπεία. Οι ιδρυτές του Νευρογλωσσικού Προγραμματισμού (NLP), με μία μεθοδολογία αντίστοιχη μ’ αυτήν του υπνωτισμού, υποστηρίζουν ότι είχαν διαμορφώσει την εργασία του Έρικσον εκτενώς και την αφομοίωσαν σε μία δική τους προσέγγισή που την αποκάλεσαν πρότυπο Μίλτον. Weitzenhoffer αμφισβήτησε το γεγονός του αν ο NLP έχει οποιαδήποτε γνήσια ομοιότητα με την εργασία του Έρικσον. 

Γνωσιακή /συμπεριφορική υπνοθεραπεία

Από τη δεκαετία του '80 και μετά ένας αυξανόμενος αριθμός κλινικών εγχειριδίων που γράφτηκαν από σύγχρονους ερευνητές όπως οι Steven Jay Lynn, Irving Kirsch, Ε. Thomas Dowd, William Golden, Assen Alladin, και άλλοι, άρχισαν να εμφανίζονται. Αυτοί συνδύασαν την υπνοθεραπεία με τα στοιχεία γνωσιακής και συμπεριφορικής θεραπείας. Το 1974, ο Theodore Barber και οι συνάδελφοί του δημοσίευσαν μία εργασία πάνω στη σχετική έρευνα που είχε μεγάλη επιρροή και υποστήριζε, μετά από την προηγούμενη κοινωνική ψυχολογία Theodore Ρ. Sarbin, πως ο υπνωτισμός γίνονταν κατανοητός καλύτερα όχι ως «ειδική κατάσταση» αλλά ως αποτέλεσμα κανονικών ψυχολογικών μεταβλητών, όπως η ενεργός φαντασία, η προσδοκία, και τα κίνητρα. Ο Barber εισήγαγε τον όρο «γνωστική-συμπεριφορική» για να περιγράψει τη θεωρία ότι ο υπνωτισμός δεν αποτελεί μια ιδιαίτερη κατάσταση του νού και συζητούσε τις εφαρμογές του του στη συμπεριφορική θεραπεία. Η αυξανόμενη εφαρμογή των γνωστικών και συμπεριφορικών ψυχολογικών θεωριών και εννοιών στην ερμηνεία της ύπνωσης προετοίμασε το έδαφος για μια περαιτέρω αφομοίωση. Πολλές γνωστικές και συμπεριφορικές θεραπείες είχαν επηρεαστεί αρχικά από παλαιότερες υπνοθεραπευτικές τεχνικές. όπως π.χ., η συστηματική απευαισθητοποίηση του Joseph Wolpe, ή, η βασική τεχνική της πρώιμης θεραπείας συμπεριφοράς. Αποκαλέστηκε αρχικά «υπνωτική απευαισθητοποίηση» και αναδείχτηκε από τον ιατρικό υπνωτισμό (1948)του Lewis Wolberg. Το παραδοσιακό ύφος της υπνοθεραπείας φαίνεται ως πρόδρομος της γνωστικής-συμπεριφοριστικής θεραπείας στο μέτρο που και οι δύο δίνουν έμφαση επάνω θεωρητικές εξηγήσεις της «κοινής λογικής» και τη χρήση της χαλάρωσης, και την εφαρμογή των θετικών ιδεών δημιουργικού οραματισμού στη θεραπεία. Η σύγχρονη γνωστική θεραπεία διαφέρει πρώτιστα από την προηγούμενη υπνοθεραπευτική προσέγγιση, με το να δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση επάνω στην άμεση σωκρατική διαλογική απομυθοποίηση των αρνητικών πεποιθήσεων. Παρόλα αυτά, οι γνωστικοί-συμπεριφοριστικοί υπνοθεραπευτές, έχουν ενσωματώσει την ύπνωση στην πρακτική τους.





Χρήσεις της Ύπνωσης

Ύπνωση τοκετού

Η υπνοθεραπεία κατά την διάρκεια του τοκετού εφαρμόζεται εδώ και πολλές δεκαετίες για να μειώσει την ανησυχία, την ταλαιπωρία και τον πόνο. 

Ύπνωση στο χειρουργείο

Η υπνοχειρουργία στα μέσα του 19ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε και από τους Μεσμεριστές και από τους υπνωτιστές για να ανακουφίσει τον πόνο και την δυσφορία κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. Ειδικότερα, οι James Esdaile στην Ινδία και John Elliotson στην Αγγλία έγιναν διάσημοι για την εργασία τους στην χειρουργική με μόνο αναισθητικό, τον υπνωτισμό. Ο ιδρυτής της υπνοθεραπείας, James Braid ήταν ένας χειρουργός ο ίδιος, που ειδικεύονταν στις παθήσεις των μυών, και ανέφερε πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες στην χειρουργική επέμβαση χρησιμοποίησε τον υπνωτισμό ως κύριο αναισθητικό.

Ψυχοθεραπεία

Ο υπνωτισμός χρησιμοποιήθηκε αρχικά απο τους ιατρούς για να μεταχειριστεί την ασθένεια που ήταν γνωστή στη βικτοριανή εποχή ως υστερία. Η σύγχρονη υπνοθεραπεία χρησιμοποιείται ευρέως στον κατευνασμό της ανησυχίας, την υποκλινική κατάθλιψη, και ορισμένες εθιστικές διαταραχές, καθώς επίσης και στην θεραπεία καταστάσεων όπως η αϋπνία. 





Έρευνα και Θεωρήσεις Συστημάτων

1890

Το 1892, η βρετανική ιατρική ένωση (BMA) ανέθεσε σε μια ομάδα γιατρών να κάνουν μία συστηματική μελέτη πάνω στη φύση και στις επενέργειες της Ύπνωσης. Αυτοί ανέφεραν :
Η επιτροπή, που ολοκλήρωσε την έρευνα για τον υπνωτισμό στον επιτρεπόμενο χρόνο, πρέπει να επισημάνει ότι οι μετέχοντες έχουν ικανοποιηθεί περί της γνησιότητας της υπνωτικού κατάστασης. (British Medical Journal, 1892)
Προσθέτουν δε, πως η Επιτροπή είναι της άποψης πως ο υπνωτισμός ως θεραπευτικός αγωγός είναι συχνά αποτελεσματικός στην ανακούφιση του πόνου, στην πρόκληση ύπνου, και στην ανακούφιση πολλών λειτουργικών διαταραχών [δηλ., ψυχοσωματικές δυσλειτουργίες και διαταραχές ανησυχίας].
Αυτή η έκθεση εγκρίθηκε από το γενικό συμβούλιο του BMA (Βρεττανικού Ιατρικού Συλλόγου, με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνοντας την μετέπειτα πολιτική του BMA και δίνοντας στην υπνοθεραπεία μία μορφή «ορθόδοξης» θεραπείας, σε αντιδιαστολή με τις συμπληρωματικές ή εναλλακτικές, ιατρικές πρακτικές. Μεταγενέστερες έρευνες στην υπνοθεραπεία τείνουν να δώσουν έμφαση σε τρεις κυρίως περιοχές στις οποίες η αποτελεσματικότητά της ως θεραπεία καταδεικνύεται:
1. Άγχος
2. Αϋπνία
3. Διαχείριση πόνου.
4. Ψυχοσωματικές διαταραχές.
Η υπνοθεραπεία έχει πολλές άλλες εφαρμογές αλλά η έρευνα όσον αφορά την αποτελεσματικότητά της τείνει να στρέφεται προς τις ανωτέρω κατηγορίες. Περισσότερα αμφιλεγόμενα αποτελέσματα έχουν αποκτηθεί για την αποτελεσματικότητά της σε σχέση με τους εθισμούς, μια περιοχή όπου η υψηλή υποτροπή είναι κοινή με τις περισσότερες άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις.

Η δεκαετία του '50

Το 1955, η ψυχολογική ομάδα ιατρικής του BMA ανάθεσε σε μια υποεπιτροπή, που ηγήθηκε από τον καθ. Τ. Ferguson Rodger, για να παραδώσει μία δεύτερη και πιο ενδελεχή, έκθεση σχετικά με την ύπνωση. Η υποεπιτροπή συμβουλεύθηκε διάφορους εμπειρογνώμονες για την ύπνωση από διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου και του διαπρεπούς καθηγητή Νευρολογίας. W. Russell Brain, και τον ψυχαναλυτή Wilfred Bion. Μετά από δύο έτη μελέτης και έρευνας, η τελική έκθεσή της δημοσιεύθηκε στο Βρετανικό Ιατρική Επιθεώρηση (BMJ), με τον τίτλο «Ιατρική Χρήση της Ύπνωσης». Ο καθορισμός του πεδίου αναφοράς ήταν: Να εξετάσει τις χρήσεις του υπνωτισμού, τη σχέση του με την ιατρική πρακτική στην τρέχουσα εποχή, την ενθάρρυνση της έρευνας για τη φύση και τις εφαρμογές του, και οι γραμμές επάνω στις οποίες ένα τέτοιο ερευνητικό έργο θα κινηθεί. (Βρετανική Ιατρικό Επιθεώρηση,1955)
Αυτό είναι μια πιο λεπτομερής και εκτενής έκθεση, και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έγγραφα στην ιστορία της έρευνας υπνοθεραπειών. Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της, η επιτροπή καταλήγει πως ύστερα από μια συστηματική αναθεώρηση της διαθέσιμης έρευνας ότι,
Η υποεπιτροπή είναι ικανοποιημένη κατόπιν της εκτίμησης των διαθέσιμων στοιχείων ότι ο υπνωτισμός είναι σημαντικός και μπορεί να είναι η κατεξοχήν θεραπεία σε μερικές περιπτώσεις των αποκαλούμενων ψυχοσωματικών διαταραχών και της ψυχογενούς νεύρωσης. Μπορεί επίσης να είναι σημαντική στην αποκάλυψη παραγνωρισμένων κινήτρων και συγκρούσεων στις συγκεκριμένες συνθήκες. Ως θεραπευτική μέθοδος, κατά την άποψη της υποεπιτροπής η ύπνωση έχει αποδείξει τη δυνατότητά της να αφαιρεί συμπτώματα και να αλλάζει νοσηρές συνήθειες της σκέψης και της συμπεριφοράς [...] εκτός από την επεξεργασία των ψυχιατρικών διαταραχών , υπάρχει η δυνατότητα για την ύπνωση να προκαλεί αναισθησία ή αναλγησία για χειρουργικές και οδοντικές επεμβάσεις, και σε κατάλληλα υποκείμενα είναι μια αποτελεσματική μέθοδος για να απαλύνει τον πόνο στον τοκετό χωρίς να αλλοιώνει την επιτυχή έκβαση της γέννας. («Ιατρική Χρήση της Ύπνωσης», Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση, Απρίλιος, 1955)
Επίσης περαιτέρω ειπώθηκε ότι, για τα προηγούμενα εκατό έτη έχει υπάρξει μια αφθονία στοιχείων που δείχνουν ότι θα μπορούσαν να παραχθούν από τον υπνωτισμό αλλαγές στην φυσιολογία και στην ψυχολογία που χρήζουν μελέτης για την σωστή αποτίμηση τους. Επίσης μια τεχνική που μπορεί να επιφέρει τόσο έντονες αλλαγές μπορεί να προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στη θεραπεία των ασθενών. (Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση)

Σύντομα, το 1958, η Αμερικανική Ιατρική Ένωση (AMA) ανάθεσε μία αντίστοιχη μελέτη που επικυρώνει την έκθεση BMA του 1955 ολοκληρώνοντας:
Η χρήση της ύπνωσης έχει μια αναγνωρισμένη θέση στο ιατρικό οπλοστάσιο και είναι μια χρήσιμη τεχνική επεξεργασίας ορισμένων ασθενειών όταν υιοθετείται από καταρτισμένο ιατρικό και οδοντιατρικό προσωπικό. ("Medical use of hypnosis", JAMA, 1958)

Πάλι, το συμβούλιο του AMA ενέκρινε αυτήν την έκθεση που δίνει στην υπνοθεραπεία μια θέση ανάμεσα στις ορθόδοξες θεραπείες,
Η Επιτροπή Αναφοράς Υγιεινής, Δημόσια Υγείας, και Βιομηχανικής Υγιεινής ενέκρινε την έκθεση και επαίνεσε το Συμβούλιο Διανοητικής Υγείας για την εργασία του. (AMA πρακτικά, JAMA, September 1958: 57)

Η δεκαετία του '90

Το 1995, το Εθνικό ίδρυμα Υγείας (NIH), των ΗΠΑ, καθιέρωσε μια διάσκεψη αξιολόγησης της τεχνολογίας που σύνταξε μια επίσημη δήλωση με τίτλο «ένταξη των συμπεριφοριστικών και των προσεγγίσεων χαλάρωσης στην αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου και της αϋπνίας". Αυτή είναι μια εκτενής έκθεση που περιλαμβάνει μια εκτεταμένη έκθεση στην υπάρχουσα έρευνα σε σχέση με την υπνοθεραπεία για το χρόνιο πόνο. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: Τα στοιχεία που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα της ύπνωσης στην καταπολέμηση του χρόνιου πόνου που συνδέεται με τον καρκίνο φαίνεται να είναι ισχυρά. Επιπλέον, η επιτροπή εξέτασε άλλα στοιχεία που προτείνουν την αποτελεσματικότητα της ύπνωσης σε άλλες παθήσεις που έχουμε χρόνιο πόνο, οι οποίες περιλαμβάνουν το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, πόνο και διόγκωση του βλεννογόνου, πόνο των γνάθων και πονοκεφάλους που οφείλονται σε ψυχογενή ένταση.
Το 1999, η βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση (BMJ) δημοσίευσε μια κλινική αναθεώρηση της τρέχουσας ιατρικής έρευνας για την υπνοθεραπεία και τις τεχνικές χαλάρωσης, όπου ολοκληρώνει λέγοντας:
«Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις από τις τυχαίες δοκιμές της αποτελεσματικότητας της ύπνωσης και της χαλάρωσης σε σχέση με τον κατευνασμό της ανησυχίας για τον καρκίνο, καθώς και για τις παρενέργειες της χημειοθεραπείας πόνος, ναυτία, και εμετός, ιδιαίτερα στα παιδιά. «Είναι επίσης αποτελεσματικές για τις κρίσεις πανικού και την αϋπνία, ιδιαίτερα όταν ενσωματώνεται σε ένα πακέτο γνωστικής θεραπείας. «Μια συστηματική έρευνα έχει διαπιστώσει ότι η ύπνωση ενισχύει τα αποτελέσματα της συμπεριφορικής θεραπείας σε παθήσεις όπως οι φοβίες, η παχυσαρκία και το άγχος. τυχαίες ελεγχόμενες δοκιμές υποστηρίζουν τη αποτελεσματικότητα της χρήση των διάφορων τεχνικών χαλάρωσης και για τους οξείς αλλά και τους χρόνιους πόνους, Οι «τυχαίες δοκιμές έχουν παρουσιάσει την ύπνωση να είναι χρήσιμη στην αντιμετώπιση του άσθματος και στο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. «Μερικοί επαγγελματίες επίσης υποστηρίζουν ότι οι τεχνικές χαλάρωσης, και ιδιαίτερα η χρήση των τεχνικών δημιουργικού οραματισμού, μπορούν να παρατείνουν τη ζωή. Όμως αυτήν την περίοδο τα στοιχεία αυτά είναι ανεπαρκή για να υποστηριχθεί αυτή η αξίωση».

Η αναφορά του 2001

Το 2001 το Γραφείο Επαγγελματικών Αρμοδιοτήτων της Βρετανικής Ψυχολογικής Ένωσης (BPS) ανάθεσε σε μια ομάδα εργασίας ψυχολόγων να δημοσιεύσουν μια έκθεση που τιτλοφορήθηκε η “Φύση της Ύπνωσης”. Η αποστολή της ήταν «να παράσχει μια δήλωση για την ύπνωση και τα σημαντικά θέματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της και την πρακτική της στην δικανική έρευνα, την ακαδημαϊκή έρευνα, την ψυχαγωγία και την κατάρτιση. «Η έκθεση παρέχει μία σύνοψη ( περίληψη 20 σελίδων) της τρέχουσας επιστημονικής έρευνας για την ύπνωση. Ανοίγει με την ακόλουθη εισαγωγική παρατήρηση:
«Η ύπνωση είναι ένα έγκυρο αντικείμενο επιστημονικής μελέτης και έρευνας και ένα αποδεδειγμένο θεραπευτικό μέσο. Όσον αφορά τις θεραπευτικές χρήσεις της ύπνωσης, το BPS έφθασε σε ακόμη θετικότερα συμπεράσματα. «Αρκετές μελέτες έχουν συσσωρευτεί τώρα για να στηρίξουν την θέση πως ένας συνυπολογισμός της υπνωτικής διαδικασίας μπορεί να είναι ευεργετική στη διαχείριση και την επεξεργασία ενός ευρύτατου φάσματος προβλημάτων που αντιμετωπίζονται στην καθημερινή πρακτική της ιατρικής, της ψυχιατρικής και της ψυχοθεραπείας».
Η ομάδα εργασίας παρείχε έπειτα μια επισκόπηση μερικών από των σημαντικότερων ευρημάτων της σύγχρονης έρευνας για την αποτελεσματικότητα της κλινικής υπνοθεραπείας, η οποία συνοψίζεται ως εξής:
«Υπάρχουν αρκετά πειστικά στοιχεία ότι οι υπνωτικές διαδικασίες είναι αποτελεσματικές στη διαχείριση και την ανακούφιση του οξύ και χρόνιου πόνου και στην ενίσχυση της ανακούφισης του πόνου, της ταλαιπωρίας και της δυσφορίας που οφείλεται στις ιατρικές και οδοντιατρικές διαδικασίες και τον τοκετό». «Ύπνωση και η πρακτική της αυτοΰπνωσης μπορεί σημαντικά να μειώσει τη γενική ανησυχία, την ένταση και το άγχος κατά τρόπο παρόμοιο με άλλες διαδικασίες χαλάρωσης και αυτορύθμισης». «Επιπλέον, η υπνωτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει στην αϋπνία όπως άλλες μέθοδοι χαλάρωσης». «Υπάρχουν ενθαρρυντικά στοιχεία που καταδεικνύουν τα ευεργετικά αποτελέσματα της υπνοθεραπευτικής διαδικασίας στην ανακούφιση από τα συμπτώματα μιας σειράς διαταραχών που εμπίπτουν στην κατηγορία των ψυχοσωματικών ασθενειών». «Εκεί περιλαμβάνονται οι πονοκέφαλοι, οι ημικρανίες, το άσθμα, γαστρεντερικές διαταραχές, όπως το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, ακροχορδώνες και ενδεχομένως άλλες καταγγελίες δερματικών διαταραχών όπως το έκζεμα, η ψωρίαση και η κνίδωση». «Υπάρχουν στοιχεία από διάφορες μελέτες που προτείνουν πως συμπεριλαμβάνοντας την ύπνωση σε ένα πρόγραμμα μείωσης βάρους μπορεί κανείς σημαντικά να ενισχύσει την έκβαση της επιτυχίας».
Μετα-αναλύσεις το 2003, 

Ίσως η πιο πρόσφατη μετανάλυση της αποτελεσματικότητας της υπνοθεραπείας ήταν μία μελέτη που από δύο Γερμανούς ερευνητές τους Flammer and Bongartz, στην Κόνσταντς (Kostanz) της Γερμανίας. Η έρευνα, εξέτασε τα μέχρι τότε δημοσιευμένα στοιχεία όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της υπνοθεραπείας αν και οι μελέτες περιελάμβαναν κυρίως έρευνες σχετικές με τις ψυχοσωματικές ασθένειες, το άγχος της εξέτασης, τη διακοπή του καπνίσματος και τον έλεγχο του πόνου κατά τη διάρκεια ορθόδοξης ιατρικής περίθαλψης. Οι περισσότερες από τις καλύτερες ερευνητικές μελέτες χρησιμοποίησαν τη παραδοσιακή ύπνωση, μόνον μια μειονότητα (19%) υιοθέτησε ύπνωση κατά Erickson . Οι συντάκτες της έκθεσης εξέτασαν συνολικά 444 μελέτες πάνω στη υπνοθεραπεία που δημoσιεύθηκαν πριν από το 2002. Επιλέγοντας της υψηλότερης ποιότητας και του καταλληλότερου σχεδιασμού μελέτες περιόρισαν το πεδίο εστίασής τους για τη μετανάλυση σε 57 ελεγχόμενες έρευνες. Αυτές οι αναλύσεις έδειξαν πως η υπνοθεραπεία κατά μέσον όρο πέτυχε την θεραπεία σε τουλάχιστον 64% των περιπτώσεων έναντι της βελτίωσης 37% μεταξύ του ομάδων ελέγχου (Βασισμένοι στους αριθμούς που παράγονται από τη δυωνυμικό επίδειξη μεγέθους επίδρασης ή BESD.) Οι συντάκτες θεώρησαν πως αυτό ήταν μια σκόπιμη υποτίμηση. Ο φανερός στόχος τους ήταν να ανακαλύψουν εάν, ακόμη και κάτω από το πιο δύσπιστο ζύγισμα των στοιχείων, η υπνοθεραπεία θα αποδείχνονταν ακόμα αποτελεσματική. Παρουσίασαν αποφασιστικά ότι όντως ήταν. Στην πραγματικότητα, η ανάλυση των θεραπευτικών αγωγών συμπέρανε ότι η επέκταση της μετανάλυσης για να περιλάβει και τις μη-τυχαίες δοκιμές για αυτήν την βάση δεδομένων θα προκαλούσε επίσης αξιόπιστα αποτελέσματα. Όταν και οι 133 μελέτες που κρίθηκαν κατάλληλες λαμβάνοντας υπόψη αυτό το πρίσμα , αναλύθηκαν ξανά, παρέχοντας τα στοιχεία για πάνω από 6.000 ασθενείς, τα συμπεράσματα προτείνουν μία μέση βελτίωση για το 27% των μη υποβληθέντων σε θεραπεία ασθενών κατά τη διάρκεια των ερευνών, έναντι ενός ποσοστού επιτυχίας 74% μεταξύ εκείνων που είχαν την αγωγή της υπνοθεραπείας. Αυτό είναι ένα υψηλό ποσοστό επιτυχίας δεδομένου ότι πολλές απο τις έρευνες που συμπεριελάμβαναν και την θεραπεία των εθισμών. (Flammer & Bongartz, "On the efficacy of hypnosis: a meta-analytic study", Contemporary Hypnosis, 2003, pp179 – 197.)


Ιστορία

Οι πρόγονοι της σύγχρονης υπνοθεραπείας σαφώς θα πρέπει να υπήρχαν μέσα στους ναούς του ύπνου των αρχαίων Ασκληπιείων και στις μυστηριακές τελετές της αρχαίας Ελληνο-ρωμαϊκής κοινωνίας, αν και μερικές φορές οι αναλογίες δεν είναι επαρκείς. Παρόλα αυτά μερικοί παραλληλισμοί μπορούν να γίνουν μεταξύ του υπνωτισμού και των τελετουργιών που προκαλούν έκσταση που ήταν διάσπαρτη πρακτική σε όλες τις προ-εγγράμματες κοινωνίες.
Στα μέσα του 18ου αιώνα όταν εισήγαγε ο Franz Anton Mesmer την έννοια και τις τεχνικές του «ζωικού μαγνητισμού», ο Μαγνητισμός έγινε μία σχολή με μεγάλη επιρροή εσωτερικής θεραπείας και σημαντικοί Μαγνητιστές όπως ο James Esdaile και ο John Elliotson βοήθησαν ώστε να διατηρηθεί η δημοτικότητά του στην ιατρική μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα όταν δοκίμασε ένα είδος αναβίωσης στην εργασία του Jean-Martin Charcot, του πατέρα της σύγχρονης νευρολογίας.
Στα 1840s, ο Σκωτσέζος παθολόγος James Braid, καθιέρωσε την έννοια του υπνωτισμού ως αντιτιθέμενη στην παράδοση του μεσμερισμού, που την ύπαρξη της βάσισε σε βασικούς ψυχολογικούς και φυσιολογικούς μηχανισμούς, παρά στις απόκρυφες θεωρίες του ζωικού μαγνητισμού. Η εργασία του Braid ήταν περιορισμένης επιρροής στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά στη Γαλλία οι ιδέες του αναπτύχθηκαν σε μία πιό εκλεπτυσμένη ψυχολογική αγωγή. Ο Ιππόλυτος Bernheim άρχισε ως σκεπτικιστής αλλά μετατράπηκε σε οπαδός της μεγάλης σημασίας του υπνωτισμού με την παρατήρηση της εργασίας του γνωστόυ ιατρού Ambroise-Auguste Liebeault που απέρριψε τη θεωρία Mesmer και ακολούθησε τον Abba Faria. O Emile Coué ένας πρώην κλινικός βοηθός του Liebeault, πρότεινε ένα εναλλακτικό μοντέλο αντί της ύπνωσης που την αποκάλεσε «συνειδητή αυθυποβολή» που έγινε πολύ δημοφιλής ως μορφή αυτοθεραπείας στη δεκαετία του '20. Από τα μέσα του 18ου αιώνα έως το 1880 ο Αμερικανός ιατρός χειρούργος-παθολόγος, Rufus Osgood Mason υποστήριξε την ιδέα της χρήσης της ύπνωσης για τις «θεραπευτικές εφαρμογές», και έγραψε άρθρα και ένα βιβλίο με αυτήν την έννοια. Ήταν επίσης υποστηρικτής της πρώιμης παραψυχολογίας και των ψυχικών ερευνών.
Ένας σημαντικός ανταγωνισμός και μια έντονη συζήτηση αναπτύχθηκαν μεταξύ των δύο μεγάλων σχολών στη Γαλλία. Αυτή του Salpêtrière του Charcot, η οποία εστίαζε στα φυσιολογικά φαινόμενα που προκλήθηκαν από τις υπνωτικές πρακτικές και ισχυρίζονταν ότι μόνον οι υστερικοί μπορούσαν να υπνωτιστούν, και της σχολής του Νανσύ του Bernheim που έδωσε περισσότερη έμφαση επάνω στην ψυχολογία και τις υποβολές, ακολουθώντας τα γραπτά του James Braid. Εντούτοις, οι ιδέες του Charcot σχετικά με την ύπνωση σχεδόν εξ ολοκλήρου δυσφημίστηκαν και η σχολή του Bernheim κέρδισε αποτελεσματικά τη συζήτηση, και έγινε ο σημαντικότερος πρόδρομος του ψυχολογικού υπνωτισμού.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ ήταν αρχικά υπερασπιστής της υπνοθεραπείας. Αυτός ταξίδεψε στη Γαλλία για να μελετήσει τα φαινόμενα της ύπνωσης με τους δύο μεγάλους δασκάλους της εποχής του, τον Charcot του Salpêtrière και τον Bernheim του Νανσύ. Ο Φρόιντ έγραψε διάφορα άρθρα σχετικά με τη υπνοθεραπεία και μετέφρασε δύο από τα βιβλία του Bernheim πάνω στο θέμα από τα γαλλικά στα γερμανικά. Υιοθέτησε αρχικά την υπνοθεραπεία σε έναν μικρό αριθμό ασθενών του στα 1890s. Μέχρι περίπου το 1905, όπου και την εγκατέλειψε την διαδικασία κατά ένα μεγάλο μέρος υπέρ της πρόσφατα αναπτυγμένης τεχνικής του ελεύθερου συνειρμού ή της «ομιλητικής τεχνικής». Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο Freud ήταν πολύ κακός υπνωτιστής και γι αυτό εγκατέλειψε την ύπνωση. Εντούτοις, η περιγραφή του Freud του βασικού κανόνα και ορισμού του ελεύθερου συνειρμού φέρει ακόμα μια εντυπωσιακή ομοιότητα με κλασικές τεχνικές υπνωτικής επαγωγής. Αργότερα αναγνωρίζοντας τη μεγάλη δαπάνη χρόνου που απαιτείται για την επιτυχή έκβαση της ψυχανάλυσης ο Freud πρότεινε να συνδυαστεί με την υπνωτική διαδικασία σε μία προσπάθεια να επιταχυνθεί η έκβαση της θεραπείας.
«Είναι πολύ πιθανό, επίσης, ότι η αναγωγή της θεραπείας μας σε αριθμούς θα μας αναγκάσει να αναμίξουμε τον καθαρό χρυσό της ανάλυσης με τον χαλκό της υποβολής. (S. Freud, Γραμμές Προόδου στην Ψυχαναλυτική Θεραπεία, 1919) Εντούτοις, μόνο μια χούφτα των οπαδών του Freud ήταν κατάλληλα εκπαιδευμένοι στην ύπνωση για να επιτύχουν τη σύνθεση, η οποία οδήγησε σε μια βαθμιαία αναβίωση στη δημοτικότητα «της ύπνο-ανάλυσης» ή «των μεθόδων υπνωτικής αναδρομής και παλινδρόμησης».

Ο υπνοθεραπευτής Milton Erickson υπήρξε ένας από τους επιστήμονες που επηρέασε όσο κανένας άλλος την σύγχρονη υπνοθεραπεία. Έγραψε πολλά βιβλία, περιοδικά και άρθρα πάνω στο θέμα, και τα επιτεύγματα του είναι καλά τεκμηριωμένα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 και του ‘60, ο Erickson θεωρήθηκε αρμόδιος για τη διάδοση ενός εξ ολοκλήρου νέου κλάδου της υπνοθεραπείας, τον οποίο καλούμε τώρα Ερικσονιανή υπνοθεραπεία, που χαρακτηρίζεται από, μεταξύ άλλων, τις έμμεσες υποβολές, τεχνικές σύγχυσης και διπλοδεσίματα. Η δημοτικότητα των τεχνικών Erickson οδήγησε από τότε στην ανάπτυξη του νευρο-γλωσσικού προγραμματισμού (NLP), που βρήκε τη συνέχεια στη χρήση στις πωλήσεις της σύγχρονης εποχής, στη διαφήμιση, και στην εταιρική εκπαίδευση. Εντούτοις, ο νευρογλωσσικός προγραμματισμός έχει επικριθεί από πολλούς διαπρεπείς υπνωτιστές ως διαστρέβλωση της εργασίας Erickson. Παραδείγματος χάριν, ο Andre Weitzenhoffer, ένας καθηγητής του Στάνφορντ και πρώην συνεργάτης του Έρικσον δήλωσε πως οι ιδρυτές του νευρολογικού προγραμματισμού Richard Bandler και John Grinder έχουν αφ ενός, προσφέρει μία πολύ αλλοιωμένη, και κατά περιόδους αλλοπρόσαλη εκδοχή αυτού που θεώρησαν ότι έλεγε ο Erickson και σε άλλες περιόδους που καθοδηγήθηκαν από την προσωπική τους θεωρητικοποίηση . (Weitzenhoffer, Η Πρακτική του Υπνωτισμού, 2000: 592-593)

Επαγγελματική Κατάρτιση στην Υπνοθεραπεία.

Οι ανάγκες κατάρτισης ποικίλλουν πολύ παγκοσμίως με κύριο καθοριστικό παράγοντα το θέμα της αναγνώρισης της υπνοθεραπείας απο το κάθε κράτος. Για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο το πανεπιστημιακό κολλέγιο του St. Mary είναι το μόνο ακαδημαϊκό ίδρυμα που προσφέρει ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα στην κλινική ύπνωση, βλέπε το www.smuc.ac.uk/hypnosis. Για να γίνει κάποιος υπνοθεραπευτής, οι ανάγκες κατάρτισης και η κρατικές πιστοποιήσεις ποικίλλουν πολύ σε όλο τον κόσμο. Αυτοί που ενδιαφέρονται να γίνουν υπνοθεραπευτές πρέπει να ερευνήσουνε την σχετική νομοθεσία στο κράτος τους και να ενταχθούν σε μια επαγγελματική οργάνωση που μπορεί να τους καθοδηγήσει στην κατάλληλη κατάρτιση και να τους προσφέρει έναν κεντρικό κώδικα της ηθικής και πειθαρχικής δεοντολογία. Αυτό παρέχει τη διαβεβαίωση στους πελάτες τους ένα καλό και ηθικό πλαίσιο για την εν λόγω θεραπεία. Στις ΗΠΑ υπάρχουν σχολές υπνοθεραπείας που είναι πιστοποιημένες απο το κράτος και αυξάνουν σε αριθμό κάθε χρόνο. Επίσης υπάρχουν διάφοροι αναγνωρισμένοι επαγγελματικοί οργανισμοί που απαιτούν τα κατώτατα επίπεδα στην εξειδίκευση της ύπνωσης για να επικυρώσουν κάποιον ως Υπνοθεραπευτή(C.Ht.), και έτσι να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι πελάτες να βρούν τους επαγγελματίες υπνοθεραπευτές . Η Διεθνής Ένωση Ιατρικής και Οδοντιαρτικής Υπνοθεραπείας (IMDHA), Η διεθνής Ένωση Πιστοποιημένων Υπνοθεραπευτών (IACT) και η Εθνική Ένωση Υπνωτιστών (NGH) είναι ίσως οι πιο γνωστές.
Ο πιστοποιημένος υπνοθεραπευτής που έχει καταρτισθεί απο εναν επαγγελματικό οργανισμό όπως η IMDHA, IACT, ή η NGH πρέπει να έχει εκπαιδευτεί στη βασική αλλά και στην προχωρημένη ύπνωση με ένα ελάχιστο εξειδικευμένης εκπαίδευσης 120 ωρών. Οι επαγγελματικές οργανώσεις συνηθως έχουν δικό τους σύστημα οδηγιών τους και κώδικα ηθικής δεοντολογίας για να τηρούν τα μέλη τους, και απαιτούν κάποιες περαιτέρω ώρες για επαγγελματική ανάπτυξη και επιμόρφωση κάθε έτος για να εξασφαλίσουν την υψηλότερη ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Πολλοί υπνοθεραπευτές συνεχίζουν αυτό το είδος της δια βίου επαγγελματικής ανάπτυξης και κατάρτισης έως ότου σταματήσουν να ασκούν το επάγγελμα. Ανεξάρτητα από την εξειδικευμένη κατάρτιση, ένας υπνοθεραπευτής δεν εντοπίζει ή δεν θεραπεύει οποιοδήποτε άτομο χωρίς τα κατάλληλα τυπικά προσόντα. Πολλές φορές αν χρειαστεί θα παραπέμψει τους πελάτες του στην ιατρική κοινότητα αν ό ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του να βοηθήσει τον πελάτη του.

Τεχνικές Επαγωγής Υπνοθεραπείας

Ηλικιακή Παλινδρόμηση – με την επιστροφή σε ένα πιό πρώιμο στάδιο του εγώ ο ασθενής μπορεί να επανακτήσει τις ιδιότητες που είχε μιά φορά, αλλά τώρα έχει χάσει. Η ανάμνηση μιάς πρότερης, υγιέστερης, κατάστασης μπορεί να αυξήσει την αυτοπεποίθηση των ασθενών και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης τους.
Αναβίωση – η ανάμνηση προηγούμενων εμπειριών μπορεί να συμβάλλει στη θεραπεία. Παραδείγματος χάριν ο υπνωτιστής μπορεί να ρωτήσει «σας έχει τύχει να βρεθείτε σε υπνωτική έκσταση»; και αυτό να είναι ευκολότερο να αναβιώσει κανείς την προηγούμενη εμπειρία από το να προσπαθήσει την πρόκληση μίας νέας υπνωτικής επαγωγής.
Καθοδηγούμενη Εικονοποίηση - μια μέθοδος κατα την οποία παρέχεται μια νέα χαλαρωτική και ευεργετική εμπειρία.
Θεραπεία Μερών - μια μέθοδος που καινοτόμησε ο Charles Tebbetts στην προσπάθεια του να ταυτοποιησει συγκρουόμενα μέρη της προσωπικότητας που βλάπτουν την ευημερία των πελατών, κατόπιν βοηθά εκείνα τα μέρη να διαπραγματευτούν μέσω του υπνοθεραπευτή για να επιφέρει μία ισορροπία. 
Σύγχυση - μια μέθοδος που αναπτύχθηκε από τον Milton Erickson κατά την οποία το υποκείμενο είναι πιθανότερο να είναι δεκτικό στην έμμεση υποβολή λόγω μιας αλλοιωμένης κατάστασης συνείδησης.
Επανάληψη - όσο περισσότερο μία ιδέα επαναλαμβάνεται τόσο πιθανότερο είναι αυτή να γίνει αποδεκτή και να ενεργήσει πάνω στον θεραπευόμενο.
Άμεση Υποβολή - που προτείνει άμεσα. «Αισθάνεσαι ασφαλής και σίγουρος για τον εαυτό σου».
Έμμεση Υποβολή – χρησιμοποιώντας τεχνικές αντιπερισπασμού για να επιφέρεις υποσυνείδητες αλλαγές.
Υπνοανάλυση - η ανάκληση εμπειριών των πελατών από το παρελθόν τους, αντιμετωπίζει και αποφορτίζει σχετικές συγκινήσεις, κάτι παρόμοιο με την ψυχανάλυση.
Μεθυπνωτικές Υποβολές – υποβολές που θα πραγματοποιηθούν μετά από το πέρας της υπνωτικής έκστασης. «Όταν εσύ ξυπνήσεις θα αισθάνεσαι αναζωογονημένος και ευτυχής»!
Απεικόνιση - το να φαντάζεται και να απεικονίζει κάποιος μια επιθυμητή έκβαση, φαίνεται να την καθιστά πιο πιθανή να εμφανιστεί πραγματικά.
Αναδρομική Θεραπεία- εναλλακτική υπνοθεραπεία (και όχι μονον) που αναζητώντας τη ρίζα τους προβλήματος βρισκει τους αναδραμώμενους να αναβιώνουν μια προηγούμενη ζωή. Η απλή και μόνον αναβίωση ανακουφίζει απο πολύ έντονα, χρόνια και πιεστικά προβλήματα.
Υπνοσκόπηση - Μία τεχνική που βασίζει την επιτυχία της στον εντοπισμό της ρίζας του προβλήματος του θεραπευόμενου και προυποθέτει την ενεργή συμμετοχή του στην διαδικασία. Στόχος είναι η επίτευξη της ενόρασης μιας ψυχικής διεργασίας που οδηγεί στην κάθαρση.

#Quantumnaut
Για περισσότερες πληροφορίες: 
Nikos Stefanos Gevgelis 
''Master Hypnotist''
 

Member in National Guild of Hypnotists, Inc.

Contact:
HypnoGnosis
dr.nsgx@gmail.com

quantumnautacademy@gmail.com

Τηλ: 698 449 6539

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου